- забить
- -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. μπήγω, καρφώνω•
забить сваю μπήγω πάσσαλο•
забить гвозды χτυπώ καρφιά•
забить клин βάζω σφήνα.
(αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•
забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).
2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•
забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•
забить проход εμφράζω τη δίοδο.
|| μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.
3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.
|| ξεπερνώ, υπερτερώ•этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.
6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).7. αρχίζω να χτυπώ•-ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•
забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.
|| αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.εκφρ.забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.забиться1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.
2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)3. μπουκώνω, βουλώνω•труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.
|| αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
|| χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.